Η αυλή των Τριανταφύλλων

Η αυλή των Τριανταφύλλων

Δεσποίνα

Δεσποίνα

Δεσποίνα

Γιώργος Δημητρίου

Γιώργος Δημητρίου

Mνήμη μιας άνοιξης

Mνήμη μιας άνοιξης

2025

Αντιψάλμους ωδάς ύμνων τ’

Ασιητάν σοι βάρβαρον αχάν

δεσποίνα γ’εξαυδάσω,

ταν εν θρήνοισιν μούσαν

νέκυσι μελομέναν, ταν εν μολπαίς

Αϊδας υμνεί δίχα παιάνων

 

         (Ιφιγένεια η εν Ταύροις 179-184) 


Ησουν μια άνοιξη πρώιμη που δεν χαρήκαμε


Ψηλαφίζεις μνήμη

το squeak στο βαθύ μπλέ βιβλιοστάσι. Ηδονικά

τα αρχαία πήλινα σου γαρύφαλλα. Και οι αμφορείς

αγκαλιάζοντας το καστανό μαλλί, το σχιστό μάτι, στις πλεξούδες τα ρόδα

μικρή νεράιδα που μας μάγεψες το φωναχτό ξυπόλητο πάτημα

και του χαμόγελου την ανάσκελη ημισέλινο

αορτής αναζητούσε το φλοίσβο

το αυτί στη ρώγα που θρέφει

θαμπό αφήνοντας του ματιού το κάτω βλέφαρο

η καλπάζουσα αέρινη σου οπτασία

βουβή καταλείποντας τη νύχτα ετούτη των ψυχών.

 

Στις εφτά φούσκωσε αύρα την οσμή απ’το γαλάζιο σου πουκάμισο

ανεβαίνοντας το αδειανό κρεββάτι

οι δυό Αλωνάρηδες, τα μάτια σου

πατούσα ύστερων χρόνων την ανομολόγητη ερινύα

κι ως να σ’έφερνε η μάνα στην Αυλίδα

νιόβλαστο θάλος

να μνηστευθείς τους Ελληνες

για να φταρνιστεί ο γιαλός

ενα ιστιοφόρο απόγεμα Αχαιούς στο Κούριο

ξεμπαρκάρωντας είδα αμέτρητους.

Κι έψαχνα τις τσέπες τους για φυλαχτό σου ή μαντάτο ή άφαντο χάδι

αγεροφουσκωμένο βαστώντας κατευόδιο το πουκάμισο

που μου άφησες

ζωσμένη πέπλο του ήλιου τη μεσονύκτια μεταμόρφωση

και το πορφυρό των εφτά αγγέλων σάλπισμα.

Αναλήφθηκες.

 

Δε σ’έκλαψα αδελφή μου Ιφιγένεια όταν έπρεπε

 

Όταν έπρεπε. Μωρό

ιχνογραφώντας την επίπεδη μου υφήλιο έμεινα

σ’ενα απειθάρχητο πάπυρο

ατσαλα το κίτρινο πολεμώντας και το μπλέ

οι δύο Αλωνάρηδες μου

πασκίζοντας ν’αρπάξω με δεξί χέρι το πατ της πεταλούδας

μα συ που ζύμωσες στα χέρια μου την πρώτη αφή της τρυφεράδας - το ψωμί

αναλήφθηκες

του μακρύ ανήφορου ορίζοντα στις δώδεκα

πηδώντας το πεζούλι

με τα γαρούφαλλα του Επιτάφιου που έψαχνε απελπισμένα

ο καντηλανάφτης.

 

Έμεινα με τούτο το χρησμό

να σε απαντήσω στην αυλή των τριανταφύλλων.

Φύλαξα καραούλι στις Ηράκλειες Στήλες του φθινόπωρου,

στη γής κοίμισα τα οστά των κυπαρισσιών μνημονεύοντας

και το φτωχό οξινούδι,

της μολόχας και της τσουκνίδας τα μάγια μουρμούρησα

γραφή ονειρεύτηκα που αποκρυπτογραφεί το γιασεμί που μύρισες

χωρίς κόκκο ανταπόδωσης

σαν την ακόμα ανελέητη προσευχή ορφανού

που πόλεμος τούχει τάξει

με μια κάλτσα τ’ Αη Βασίλη να επαιτεί

μάταιην αγγέλου επιστροφή

κι Ιώβια τα Μαρτιάτικα τηλεσκοπεί

φτερουγίσματα

αμέριμνων χελιδονιών μεσ’τα κυπαρίσσια

 

Έμεινα

με τον α-δελφικό τούτο χρησμό

στην προθύρα εξομολόγησης,

αναδοχούμενος,

σαν παραγγέλνει ο δεσπότης “τας θύρας, τας θύρας”

και σφραγίζει η Ερινύα το νού

να σε προσμένω.

Αντιψάλμους ωδάς ύμνων τ’

Ασιητάν σοι βάρβαρον αχάν

δεσποίνα γ’εξαυδάσω,

ταν εν θρήνοισιν μούσαν

νέκυσι μελομέναν, ταν εν μολπαίς

Αϊδας υμνεί δίχα παιάνων

 

         (Ιφιγένεια η εν Ταύροις 179-184) 


Ησουν μια άνοιξη πρώιμη που δεν χαρήκαμε


Ψηλαφίζεις μνήμη

το squeak στο βαθύ μπλέ βιβλιοστάσι. Ηδονικά

τα αρχαία πήλινα σου γαρύφαλλα. Και οι αμφορείς

αγκαλιάζοντας το καστανό μαλλί, το σχιστό μάτι, στις πλεξούδες τα ρόδα

μικρή νεράιδα που μας μάγεψες το φωναχτό ξυπόλητο πάτημα

και του χαμόγελου την ανάσκελη ημισέλινο

αορτής αναζητούσε το φλοίσβο

το αυτί στη ρώγα που θρέφει

θαμπό αφήνοντας του ματιού το κάτω βλέφαρο

η καλπάζουσα αέρινη σου οπτασία

βουβή καταλείποντας τη νύχτα ετούτη των ψυχών.

 

Στις εφτά φούσκωσε αύρα την οσμή απ’το γαλάζιο σου πουκάμισο

ανεβαίνοντας το αδειανό κρεββάτι

οι δυό Αλωνάρηδες, τα μάτια σου

πατούσα ύστερων χρόνων την ανομολόγητη ερινύα

κι ως να σ’έφερνε η μάνα στην Αυλίδα

νιόβλαστο θάλος

να μνηστευθείς τους Ελληνες

για να φταρνιστεί ο γιαλός

ενα ιστιοφόρο απόγεμα Αχαιούς στο Κούριο

ξεμπαρκάρωντας είδα αμέτρητους.

Κι έψαχνα τις τσέπες τους για φυλαχτό σου ή μαντάτο ή άφαντο χάδι

αγεροφουσκωμένο βαστώντας κατευόδιο το πουκάμισο

που μου άφησες

ζωσμένη πέπλο του ήλιου τη μεσονύκτια μεταμόρφωση

και το πορφυρό των εφτά αγγέλων σάλπισμα.

Αναλήφθηκες.

 

Δε σ’έκλαψα αδελφή μου Ιφιγένεια όταν έπρεπε

 

Όταν έπρεπε. Μωρό

ιχνογραφώντας την επίπεδη μου υφήλιο έμεινα

σ’ενα απειθάρχητο πάπυρο

ατσαλα το κίτρινο πολεμώντας και το μπλέ

οι δύο Αλωνάρηδες μου

πασκίζοντας ν’αρπάξω με δεξί χέρι το πατ της πεταλούδας

μα συ που ζύμωσες στα χέρια μου την πρώτη αφή της τρυφεράδας - το ψωμί

αναλήφθηκες

του μακρύ ανήφορου ορίζοντα στις δώδεκα

πηδώντας το πεζούλι

με τα γαρούφαλλα του Επιτάφιου που έψαχνε απελπισμένα

ο καντηλανάφτης.

 

Έμεινα με τούτο το χρησμό

να σε απαντήσω στην αυλή των τριανταφύλλων.

Φύλαξα καραούλι στις Ηράκλειες Στήλες του φθινόπωρου,

στη γής κοίμισα τα οστά των κυπαρισσιών μνημονεύοντας

και το φτωχό οξινούδι,

της μολόχας και της τσουκνίδας τα μάγια μουρμούρησα

γραφή ονειρεύτηκα που αποκρυπτογραφεί το γιασεμί που μύρισες

χωρίς κόκκο ανταπόδωσης

σαν την ακόμα ανελέητη προσευχή ορφανού

που πόλεμος τούχει τάξει

με μια κάλτσα τ’ Αη Βασίλη να επαιτεί

μάταιην αγγέλου επιστροφή

κι Ιώβια τα Μαρτιάτικα τηλεσκοπεί

φτερουγίσματα

αμέριμνων χελιδονιών μεσ’τα κυπαρίσσια

 

Έμεινα

με τον α-δελφικό τούτο χρησμό

στην προθύρα εξομολόγησης,

αναδοχούμενος,

σαν παραγγέλνει ο δεσπότης “τας θύρας, τας θύρας”

και σφραγίζει η Ερινύα το νού

να σε προσμένω.

© poetry.cy

© poetry.cy

© poetry.cy