Η αυλή των Τριανταφύλλων

Η αυλή των Τριανταφύλλων

Αναγνώσματα: Γένεση

Αναγνώσματα: Γένεση

Αναγνώσματα: Γένεση

Γιώργος Δημητρίου

Γιώργος Δημητρίου

Και μνήσθητι τοῦ κτίσαντός σε ἐν ἡμέραις νεότητός σου

Και μνήσθητι τοῦ κτίσαντός σε ἐν ἡμέραις νεότητός σου

2025

Του κόσμου στην αντίπερα όχθη

Ιχνηλατώ την πνοή,

Την πνοή των υακίνθων

Τη συννεφιά μαραμένων πλεξούδων χλωμού κοριτσιού

Ενός μενεξέ τη βραδινή φορεσιά

Που επιδιώκει

Μεταξύ χειρός και καρδίας

Τη διασταύρωση

 

 

Με την κεραία μιας πεταλούδας

Στο άνθος της Σελήνης

Αρμέγοντας

Την οσμή των ψυχών που ονειρεύονται ανέμελα

Κι εκείνων που βασανίζει ο πόνος,

Περιοδεύω τα άγνωστα:

 

Της ψυχής την ευωδία

 

Των αθώων πως εξαργυρώνεται η αθωότης

Στο χοντρό βιβλίο του Θεού

Των προσευχών το αντίκρυσμα

Στην παρθένα αμμουδιά του Παραδείσου

Των ικεσιών η εξάτμιση

Ως που ανεβαίνει

Το «άξιο το προσκύνημα σου»

Αν φέρνει ευλογία

Ή αν του κόσμου η ματαιότης εξατμίζει

Την αρετή

Κι εκ του μηδενός αναδοχείται ο θάνατος.

 

Τον παλμό της ζωής

 

Η άλφα-βήτα των μελισσών

            Που απολυμαίνει το βάθος της σιωπής

Στα πέταλα των κρίνων η εαρινή μοναξιά μιας κάμπιας

            Κι η απροσδόκητη σε νεράιδα μεταμόρφωση της

Στο βαθύ ωκεανό γοργόνας η οπτασία

            Τη μνήμη επιστρέφοντας, ο υδράργυρος,

            Ναυτικών που παραμυθιάζουν

            Τις νύχτες στο κατάστρωμα πίνοντας φεγγάρι

Του κενού η θεϊκή πλήρωση

            Και του παντός η απούσα Θεά

Η χωρίς τέλος

            Αλλ’ η συνέχεια αρχίζοντας

                        Από κορμούς που ξεγέλασαν τον πέλεκυ

                        Ως τα χειροφιλήματα καβουριών με τα κύματα

                        Απ’ την υπόγεια χειμερινή λάμψη του ήλιου των υπερβορείων

                        Ως τα υγρά όνειρα της σοδειάς πριν οι σπόροι ξυπνήσουν.

 

Την έκταση του Κόσμου

 

Των ονείρων μου, που λεύγες και λεύγες οδοιπόρησα

Δίχως φεγγάρι

Μεταξύ κενού που παγώνει τις φλέβες

Και πλήρους φωτός που εξατμίζει τις παραισθήσεις

Στo στερέωμα

Από κυρτά κάτοπτρα, που αδιάκριτες επιτηρούν πυγολαμπίδες

Αφελής ταξιδιώτης

Της απεραντοσύνης ερυθρού αιμοσφαιρίου

Και της ίσα-ίσα ορατής κουκκίδας λευκού νάνου.

Διαμπερές περιθάλπω το τραύμα

Της απροσπέλαστης γνώσης των Θεών

Στάζοντας aδιάλυτο και πυκνόρευστο της ζωής το παυσίλυπον

Αλλά ποιος το μαζεύει;

Του κόσμου στην αντίπερα όχθη

Ιχνηλατώ την πνοή,

Την πνοή των υακίνθων

Τη συννεφιά μαραμένων πλεξούδων χλωμού κοριτσιού

Ενός μενεξέ τη βραδινή φορεσιά

Που επιδιώκει

Μεταξύ χειρός και καρδίας

Τη διασταύρωση

 

 

Με την κεραία μιας πεταλούδας

Στο άνθος της Σελήνης

Αρμέγοντας

Την οσμή των ψυχών που ονειρεύονται ανέμελα

Κι εκείνων που βασανίζει ο πόνος,

Περιοδεύω τα άγνωστα:

 

Της ψυχής την ευωδία

 

Των αθώων πως εξαργυρώνεται η αθωότης

Στο χοντρό βιβλίο του Θεού

Των προσευχών το αντίκρυσμα

Στην παρθένα αμμουδιά του Παραδείσου

Των ικεσιών η εξάτμιση

Ως που ανεβαίνει

Το «άξιο το προσκύνημα σου»

Αν φέρνει ευλογία

Ή αν του κόσμου η ματαιότης εξατμίζει

Την αρετή

Κι εκ του μηδενός αναδοχείται ο θάνατος.

 

Τον παλμό της ζωής

 

Η άλφα-βήτα των μελισσών

            Που απολυμαίνει το βάθος της σιωπής

Στα πέταλα των κρίνων η εαρινή μοναξιά μιας κάμπιας

            Κι η απροσδόκητη σε νεράιδα μεταμόρφωση της

Στο βαθύ ωκεανό γοργόνας η οπτασία

            Τη μνήμη επιστρέφοντας, ο υδράργυρος,

            Ναυτικών που παραμυθιάζουν

            Τις νύχτες στο κατάστρωμα πίνοντας φεγγάρι

Του κενού η θεϊκή πλήρωση

            Και του παντός η απούσα Θεά

Η χωρίς τέλος

            Αλλ’ η συνέχεια αρχίζοντας

                        Από κορμούς που ξεγέλασαν τον πέλεκυ

                        Ως τα χειροφιλήματα καβουριών με τα κύματα

                        Απ’ την υπόγεια χειμερινή λάμψη του ήλιου των υπερβορείων

                        Ως τα υγρά όνειρα της σοδειάς πριν οι σπόροι ξυπνήσουν.

 

Την έκταση του Κόσμου

 

Των ονείρων μου, που λεύγες και λεύγες οδοιπόρησα

Δίχως φεγγάρι

Μεταξύ κενού που παγώνει τις φλέβες

Και πλήρους φωτός που εξατμίζει τις παραισθήσεις

Στo στερέωμα

Από κυρτά κάτοπτρα, που αδιάκριτες επιτηρούν πυγολαμπίδες

Αφελής ταξιδιώτης

Της απεραντοσύνης ερυθρού αιμοσφαιρίου

Και της ίσα-ίσα ορατής κουκκίδας λευκού νάνου.

Διαμπερές περιθάλπω το τραύμα

Της απροσπέλαστης γνώσης των Θεών

Στάζοντας aδιάλυτο και πυκνόρευστο της ζωής το παυσίλυπον

Αλλά ποιος το μαζεύει;

© poetry.cy

© poetry.cy

© poetry.cy